ποντόπορος

ποντόπορος
ποντόπορ-ος, ον,
A seafaring, of ships, Il.1.439, 2.771, Od.12.69, S.Ph. 721 (lyr.), Aj.250 (lyr.);

ναῦται Hom.Epigr.8.1

, cf. Opp.C.1.120;

π. βοῦς Mosch.2.49

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ποντοπόρος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντόπορος — seafaring masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντοπόρος — ο / ποντοπόρος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ποντοπόρα Ν, και ποντοπόρεια Α 1. αυτός που διαπλέει τη θάλασσα («ποντοπόρος νηῡς», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που ταξιδεύει στο ανοιχτό πέλαγος, θαλασσοπόρος νεοελλ. φρ. «ποντοπόρο πλοίο» πλοίο που κάνει… …   Dictionary of Greek

  • ποντοπόρος — α, ο αυτός που πλέει στις μεγάλες θάλασσες: Ποντοπόρα πλοία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποντοπόροιο — ποντόπορος seafaring masc/fem/neut gen sg (epic) ποντοπόρος masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντοπόροις — ποντόπορος seafaring masc/fem/neut dat pl ποντοπόρος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντοπόροισι — ποντόπορος seafaring masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ποντοπόρος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντοπόροισιν — ποντόπορος seafaring masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ποντοπόρος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντοπόρον — ποντοπόρος masc/fem acc sg ποντοπόρος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντοπόρου — ποντόπορος seafaring masc/fem/neut gen sg ποντοπόρος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντοπόρους — ποντόπορος seafaring masc/fem acc pl ποντοπόρος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”